Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2011

ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ...(1)


ΜΟΝΟΙ ΚΑΙ ΜΕ ΣΥΝΤΡΟΦΙΑ
"...........................................................................................................
"Μα τί σε νοιάζει το τί θέλει να πει; Σημασία έχει εαν σου χρησίμευσε εσένα, αν σε βοήθησε σε κάτι. Εδώ δεν είναι σχολείο, δεν πρόκειτε να σου βάλω βαθμό για να βρεις αν ήθελε να πει εκείνο ή το άλλο. Γαμώτο! Αυτό που ήθελα να πω μ' αυτό που είπα είναι ακριβώς αυτό που είπα. Αν ήθελα να πω κάτι άλλο, να είσαι σίγουρος ότι θα έλεγα κάτι άλλο. Όταν το κάνεις αυτό, Ντεμιάν, η αφήγηση χρησιμεύει μόνο για να βάλεις σε δοκιμασία το εγώ σου, για να τροφοδοτήσεις τη ματαιοδοξία σου. Σκέφτεσαι: "Αχά, το έπιασα. Αχά, μάντεψα το νόημα της ιστορίας. Αχά, είμαι ηλίθιος..."
Με το παραμύθι του κρασιού που έγινε νερό, πέρασαν από το νου μου ένα σωρό σκέψεις. Στην αρχή, ευτυχώς, κατάλαβα με ανακούφιση ότι η άποψή μου ήταν λάθος. Ότι στην πραγματικότητα, η ψυχοθεραπεία δεν τελείωνε σ' εμένα, ούτε σε κάποιον άλλον ασθενή. Με βάση τα λόγια που άκουσα αργότερα από τον Χοντρό: "κάθε άτομο που μεγαλώνει θα μπορούσε να είναι αναμεταδότης, να γίνει ένας μικρός δάσκαλος, ένας πυροκροτητής σε μια αλυσιδωτή αντίδραση που από μόνη της θα ήταν ικανή ν' αλλάξει τον κόσμο".
Και με το συλλογισμό αυτό, κατάλαβα κι ένα δεύτερο πράγμα:
Πόσες φορές εγώ και οι όμοιοί μου δειλιάσαμε να κάνουμε κάτι γιατί θεωρήσαμε πως δεν άξιζε τον κόπο, πως δεν θα γινόταν τίποτα ούτως ή άλλως; Γιατί ποιός θα αντιλαμβανόταν τη διαφορά αν κι εγώ ενεργούσα έτσι, όπως στο παραμύθι με το κρασί;
Αν κι εγώ ενεργούσα έτσι...
Και ίσως, εάν έστω ένας ακόμα τολμούσε να σκεφτεί σαν εμένα, θα ενθαρρυνόταν να υιοθετήσει την ενέργειά μου ή έστω ίσως, πιο ταπεινά, θα μπορούσε να αντιληφθεί μια διαφορά σ' αυτή τη συμπεριφορά και να καταλάβει ότι γίνεται και διαφορετικά. Αν ενεργούσα έτσι, με διαφορετικό τρόπο από τον καθημερινό, με διαφορετικό τρόπο από τους άλλους, ίσως με τον καιρό, όλα τα πράγματα να άλλαζαν.
Και κατάλαβα ότι αυτό συμβαίνει διαρκώς:
Ότι ο κόσμος δεν πληρώνει τους φόρους γιατί λέει: "και ποιά η διαφορά;"
Ότι ο κόσμος δεν είναι ευγενικός γιατί: "Ποιός θα το πάρει χαμπάρι;"
Ότι ο κόσμοςδεν είναι αξιοπρεπής γιατί κανένας δεν θέλει να είναι αυτός ο μόνος ηλίθιος.
Ότι ο κόσμος δεν διασκεδάζει γιατί είναι γελοίο να γελάς μόνος σου.
Ότι ο κόσμος δεν αρχίζει να χορεύει στα πάρτι ώσπου οι άλλοι να αρχίσουν πρώτοι.
Και κατάλαβα ότι αν δεν είμαστε ακόμα πιο ηλίθιοι απ' όσο είμαστε στ' αλήθεια, φταίει που δεν έχουμε περισσότερο χρόνο.

Όσο περισσότερο έμενα πιστός στον εαυτό μου - συνεχώς και ειλικρινά πιστός - τόσο πιο ευγενικός, φιλικός, γανναιόδωρος και αξιοπρεπής θα ήμουν.
Γι αυτά τα θέματα κουβέντιαζα με τον Χόρχε την εποχή εκείνη και, καθώς μιλούσα και σκεφτόμουν, γεννιόταν στο νου μου συνεχώς, χωρίς να το θέλω, η ιδέα πως θα μείνω, μόνος και δακτυλοδεικτούμενος - ένας γελοίος για όλους τους άλλους...
Ή, ακόμα χειρότερα, ούτε καν θα με έδειχναν με το δάκτυλο...
"Πριν μερικά χρόνια" άρχισε ο Χοντρός, "έγραψα ένα δοκίμιο που ξεκινούσε με αυτή τη φράση: "Η σχισμή της γέννας και το φέρετρο είναι δύο μέρη σχεδιασμένα για ένα και μόνο άτομο".
Κι αυτό, Ντεμιάν, σημαίνει για μένα ότι γεννιόμαστε μόνοι και πεθαίνουμε μόνοι. Η ιδέα αυτή - τόσο τρομακτική κατά τη γνώμη μου - είναι ίσως το πιο σκληρό απ' όσα έμαθα στην πορεία της ανάπτυξής μου.
Επίσης, όμως, ανακάλυψα ευτυχώς ότι υπάρχουν συνταξιδιώτες. Είναι συνταξιδιώτες για λίγο διάστημα ή για μια μεγαλύτερη περίοδο. Και τέλος, υπάρχουν οι φίλοι, οι έρωτες, τα αδέρφια: όλοι αυτοί είναι σύντροφοι για όλη μας τη ζωή".
Ξέρεις κάτι Χοντρέ; Μου θυμίζεις εκείνο που διάβασα κάποτε για το ζευγάρι: " Μη βαδίζεις πίσω μου, γιατί μπορεί να σε χάσω. Μη βαδίζεις από κάτω μου, γιατί μπορεί να σε πατήσω. μη βαδίζεις πάνω μου, γιατί μπορεί να με λιώσεις. Βάδιζε δίπλα μου, γιατί είμαστα ίσοι".
"Βέβαια, Ντέμιαν, ακριβώς έτσι είναι. Πρέπει να καταλάβεις ότι κανένας άλλος δεν μπορεί να κάνει το δρόμο στη θέση σου. Αυτό είναι σημαντικό. Όπως, επίσης, να γνωρίζεις ότι ο δρόμος είναι πιο αποδοτικός αν τον κάνεις με παρέα".
Να γνωρίζω ποιός είμαι κι ότι είμαι μοναδικός, διαφορετικός και ξεχωριστός από τον κόσμο έξω από τα όρια του σαρκίου μου, δεν σημαίνει ότι πρέπει να ζω απομονωμένος, ούτε απελπισμένος, ούτε καν να είμαι αυτάρκης."
"Δηλαδή δεν μπορείς να ζεις χωρίς τους άλλους;"
"εξαρτάται από τί πιστεύεις εσύ πως πρέπει να ζεις σε κάθε στιγμή και από το ποιοι είναι οι άλλοι, κάθε στιγμή!"

Ο άνθρωπος εκείνος είχε ταξιδέψει πολύ.Στη ζωή του είχε γυρίσει σε εκατοντάδες χώρες, αληθινές και φανταστικές...
Το ταξίδι που θυμόταν περισσότερο ήταν η σύντομη επίσκεψή του στη χώρα των μεγάλων κουταλιών. Έφτασε τυχαία στα σύνορά της. Στο δρόμο από την Αμπελοχώρα προς την Παραΐδα, υπήρχε μια μικρή παράκαμψη προς τη χώρα των μεγάλων κουταλιών. Επειδή του άρεσαν οι εξερευνήσεις, πήρε εκείνο το δρόμο. Ο δρόμος ήταν όλο στροφές και κατέληγε σ' ένα τεράστιο απομονωμένο σπίτι. Όταν πλησίασε διαπίστωσε ότι η έπαυλη ήταν χωρισμένη σε δυο πτέρυγες, τη δυτική και την ανατολική.
Πάρκαρε το αυτοκίνητό του και πήγε στο σπίτι. Στην πόρτα, μια πινακίδα έγραφε:
ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΚΟΥΤΑΛΙΩΝ
"ΑΥΤΗ Η ΜΙΚΡΗ ΧΩΡΑ ΕΧΕΙ ΜΟΝΑΧΑ ΔΥΟ ΑΙΘΟΥΣΕΣ,
ΤΗ ΜΑΥΡΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΣΠΡΗ. ΓΙΑ ΝΑ ΤΗΝ ΕΠΙΣΚΕΦΤΕΙΣ,
ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΡΑΣΕΙΣ ΤΟ ΔΙΑΔΡΟΜΟ ΩΣ ΤΗ ΔΙΑΚΛΑΔΩΣΗ ΤΟΥ.
ΣΤΡΙΨΕ ΔΕΞΙΑ ΑΝ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΕΠΙΣΚΕΦΤΕΙΣ ΤΗ ΜΑΥΡΗ ΚΑΜΑΡΑ
Ή ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΑΝ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΓΝΩΡΙΣΕΙΣ ΤΗΝ ΑΣΠΡΗ."
Ο άνθρωπος προχώρησε στο διάδρομο και, στην τύχη, έστριψε πρώτα δεξιά. Ο νέος διάδρομος είχε μήκος καμιά πενηνταρία μέτρα και κατέληγε σε μια τεράστια πόρτα. Μόλις έκανε τα πρώτα του βήματα, άρχισε να ακούει τα αχ-βαχ και τα βογγητά που έρχονταν από το μαύρο δωμάτιο.
Για μια στιγμή, οι κραυγές πόνου και στεναχώριας τον έκαναν να διστάσει, όμως, αποφάσισε να συνεχίσει. Έφτασε στην πόρτα, την άνοιξε και μπήκε.
Γύρω από ένα πελώριο τραπέζι κάθονταν εκατοντάδες άτομα. Στο κέντρο του τραπεζιού έβλεπες τους πιο λαχταριστούς μεζέδες και, μολονότι όλοι βαστούσαν από ένα κουτάλι που έφτανε ως το κεντρικό πιάτο, πέθαιναν της πείνας! Ο λόγος ήταν ότι τα κουτάλια τους είχαν το διπλάσιο μήκος από τα χέρια τους και ήταν κολλημένα στις παλάμες τους. Μ' αυτόν τον τρόπο, όλοι μπορούσαν να φτάσουν το φαγητό αλλά κανένας δεν μπορούσε να το φέρει στο στόμα του.
Η κατάσταση ήταν τόσο απελιστική και οι κραυγές τόσο σπαραξικάρδιες, που ο ταξιδιώτης έκανε μεταβολή και βγήκε τρέχοντας από τη σάλα.
Γύρισε στον κεντρικό διάδρομο και τράβηξε προς τα αριστερά, προς τη λευκη αίθουσα. Ένας διάδρομος ίδιος με τον προηγούμενο κατέληγε σε μια παρόμοια πόρτα. Η μοναδική διαφορά ήταν ότι στο δρόμο δεν ακούγονταν ούτε βογγητά, ούτε παράπονα. Όταν έφτασε στην πόρτα, ο εξερευνητής έπιασε το πόμολο και την άνοιξε.
Εκατοντάδες άτομα καθονταν πάλι γύρω από ένα τραπέζι, παρόμοιο μ' εκείνο της μαύρης κάμαρας. Πάλι στο κέντρο υπήρχαν εκλεκτές λιχουδιές και όλοι στο χέρι τους είχαν στερεωμένο ένα μακρύ κουτάλι.
Εκεί, όμως, κανένας δεν παραπονιόταν ούτε έκλαιγε. Κανένας δεν πέθαινε στην πείνα γιατί ο ένας τάιζε τον άλλον!
Ο άνθρωπος χαμογέλασε, έκανε μεταβολή και βγήκε από το άσπρο δωμάτιο. Όταν άκουσε πίσω του το "κλικ" της πόρτας που έκλεινε, βρέθηκε μυστηριωδώς μέσα στο ίδιο του το αυτοκίνητο και οδηγούσε προς την Παραΐδα.
"Μόνοι και με συντροφιά"
Από το βιβλίο του Χόρχε Μπουκάι "Να σου πω μια ιστορία - ιστορίες που μ' έμαθαν να ζω"
Εκδόσεις Opera-2011

Δεν υπάρχουν σχόλια: